δακρύβρεχτος

δακρύβρεχτος
-η, -ο
βρεγμένος από δάκρυα, μελοδραματικός: Το έργο ήταν ένα δακρύβρεχτο μελό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δακρύβρεκτος — και δακρύβρεχτος, η, ο 1. ο βρεγμένος με δάκρυα 2. όποιος έχει δακρυσμένα μάτια, ο δακρυσμένος 3. (ειρωνικά, για θεατρικά κ.λπ. έργα) εκείνος που προκαλεί εύκολη, ρηχή συγκίνηση στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + βρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”